μεγαλόπολη

μεγαλόπολη
[-ις (-εως)] η большой город

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μεγαλόπολη" в других словарях:

  • μεγαλόπολη — μεγαλόπολη, η και μεγαλούπολη, η μεγάλη πόλη: Το Λονδίνο είναι μεγαλούπολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

  • Μεγαλόπολη — Sp Megalòpolis Ap Μεγαλόπολη/Megalopoli L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μεγαλόπολη — η όνομα αρχαίας και σύγχρονης πόλης της Πελοποννήσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λυδιάδας — (Μεγαλόπολη ; – 227 π.Χ.). Στρατηγός. Διακρίθηκε το 250 π.Χ. σε μάχη που έλαβε χώρα στη Μαντινεία. Μολονότι ήταν τύραννος της πατρίδας του, επανέφερε αργότερα το δημοκρατικό καθεστώς και έκανε τη Μεγαλόπολη μέρος της Αχαϊκής συμπολιτείας, την… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφανής — (Μεγαλόπολη, 3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου, ενώ ο Πλούταρχος τον αναφέρει ως δάσκαλο του Φιλοποίμενος. Αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει από την τυραννία που επικρατούσε στην πατρίδα του και αργότερα συμμετείχε στην εκθρόνιση …   Dictionary of Greek

  • φιλοποίμην — (Μεγαλόπολη περ. 252 π.Χ. – Μεσσηνία 184 π.Χ.). Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Διακρίθηκε στη μάχη της Σελλασίας εναντίον του Κλεομένη Γ’ (222 π.Χ.) και το 208 π.Χ. νίκησε στη Μαντίνεια τον τύραννο της Σπάρτης Μαχανίδα. Επανεξελέγη στρατηγός …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Megalopolis, Greece — Megalopoli Μεγαλόπολη Location …   Wikipedia

  • Mégalopolis — Pour les articles homonymes, voir Mégalopolis (comédie musicale), Megalopolis (magazine) et Mégalopole. 37° 24′ 00″  …   Wikipédia en Français

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»